- ἀρατικός
- ἀρᾱτ-ικός, ή, όν,A of, for prayer or cursing: ἀρατικόν, τό, deprecation, as a form of proposition, Stoic.2.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρατικός — ἀρατικός, ή, όν (Α) [αρατός] ο σχετικός με ευχή ή με κατάρα … Dictionary of Greek
ἀρατικά — ἀρατικός of neut nom/voc/acc pl ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc/acc dual ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικόν — ἀρατικός of masc acc sg ἀρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικῶς — ἀρατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)